προπόλιος

προπόλιος
-ον, Α
1. αυτός τού οποίου ασπρίζουν τα μαλλιά του πριν από την ώρα του, πρόωρα
2. φρ. «προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου» — είδος προσωπίδας κατασκευασμένης από το φυτό έρπυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πολιός «φαιός, γκρίζος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προπόλιος — πρόπολις bee glue fem gen sg (epic doric ionic aeolic) προπόλιος grey haired before his time masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπόλιον — προπόλιος grey haired before his time masc/fem acc sg προπόλιος grey haired before his time neut nom/voc/acc sg προπολέω speak like a prophetess imperf ind act 3rd pl (doric) προπολέω speak like a prophetess imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπόλιοι — προπόλιος grey haired before his time masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπολιούμαι — όομαι, Α [προπόλιος] καθίσταμαι προπόλιος*, γίνομαι πολιός πρόωρα, ασπρίζουν τα μαλλιά μου πριν από την ώρα τους …   Dictionary of Greek

  • πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… …   Dictionary of Greek

  • προπολίων — πρόπολις bee glue fem gen pl (epic doric ionic aeolic) προπόλιος grey haired before his time masc/fem/neut gen pl προπολέω speak like a prophetess pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”